μιντέρι

μιντέρι
το
-ιού (λ. τουρκ.), το μεντέρι (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μιντέρι — το βλ. μεντέρι …   Dictionary of Greek

  • μεντέρι — και μιντέρι, το 1. είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ, σοφάς, ντιβάνι 2. στρώμα κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μιντέρι < τουρκ. minder. Ο τ. μεντέρι με αφομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] …   Dictionary of Greek

  • μεντέρι — μεντέρι, το και μιντέρι, το (λ. τουρκ.), είδος χαμηλού καναπέ, ο σοφάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”